ἐπιχορηγήσει

ἐπιχορηγήσει
ἐπιχορηγέω
supply
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐπιχορηγέω
supply
fut ind mid 2nd sg
ἐπιχορηγέω
supply
fut ind act 3rd sg
ἐπιχορηγέω
supply
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐπιχορηγέω
supply
fut ind mid 2nd sg
ἐπιχορηγέω
supply
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”